- πυροτεχνουργία
- πυροτεχνουργία, η και πυροτεχνική, ηκλάδος της στρατιωτικής τεχνουργίας για την παρασκευή και συντήρηση εκρηκτικών υλών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πυροτεχνουργία — η, Ν [πυροτεχνουργός] 1. η τέχνη τού πυροτεχνουργού 2. στρ. κλάδος τής στρατιωτικής τεχνολογίας που έχει ως αντικείμενο τον τρόπο παρασκευής, τον έλεγχο και τη χρήση τών διαφόρων εκρηκτικών υλών, αλλ. πυροτεχνική … Dictionary of Greek
πυροτεχνικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τέχνη τού πυροτέχνη 2. το θηλ. ως ουσ. η πυροτεχνική η πυροτεχνουργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ, πυρός + τεχνικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ν. Θεοτόκη] … Dictionary of Greek